βάκχευμα

From LSJ
Revision as of 12:00, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

German (Pape)

[Seite 427] τό, das Bacchusfest, Eur. Bacch. 40 u. öfter; Luc. Tragodop. 281; Plut Tib. Graech. 10.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu.
1 celebraciones báquicas πόλιν ... ἀτέλεστον ... τῶν ἐμῶν βακχευμάτων E.Ba.40, cf. Luc.Trag.282, Ἀγαύην ἐκ βακχευμάτων ... θώμεθα E.Ba.720, ἀντὶ εὐίων βακχευμάτων E.Cyc.25, cf. Ba.317, 569, Plu.TG 10
gener. danza orgiástica χορείας πορνικῶν βακχευμάτων Amph.Seleuc.102
fig. delirio ἔξω στήσομαι βακχευμάτων E.Tr.367.
2 ret. exaltación, frenesí διδάσκων ὅτι κἀν βακχεύμασι νήφειν ἀναγκαῖον Longin.16.4.