χερμάζω
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
A clear a field of stones, Hsch. s.v. ἐχερμάζομεν.
German (Pape)
[Seite 1350] Kiesel od. Feldsteine werfen. – Bei Hesych. aber erkl. τὴν γῆν ἐργάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
χερμάζω: ἐκρίπτω τὰς χερμάδας ἔξω τοῦ ἀγροῦ, καθαρίζω αὐτὸν πρὸς καλλιέργειαν, ἢ καλλιεργῶ, «ἐχερμάζομεν· τὴν γῆν εἰργαζόμεθα» Ἡσύχ.