μεταπλασμός
English (LSJ)
ὁ, in Gramm.,
A metaplasm, the formation of cases of Nouns or tenses of Verbs from a non-existent nom. or pres., A.D.Adv.183.22 (pl.), Choerob. in Theod. 1.377, Arc. 129.9.
German (Pape)
[Seite 152] ὁ, dasselbe, K. S. – Bes. nennen die Gramm. so den Fall von unregelmäßiger Deklination, wenn eine Casusform einen ungebräuchlichen Nominativ voraussetzt, wie ἀλκί nicht von ἀλκή, sondern dem ungebräuchlichen ἀλξ abgeleitet wird; auch in der Conjugation eine Form, die nicht von dem gebräuchlichen Stamme abgeleitet werden kann.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπλασμός: ὁ, μεταμόρφωσις, ἀλλοίωσις, τὸν μεταπλασμὸν τῆς πίστεως Βίος Παύλου τοῦ Κων/πόλεως ἐν Φωτ. Βιβλ. σ. 474, 33. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ. μεταπλασμὸς κλίσεως, ὁ σχηματισμὸς πτώσεων τῶν ὀνομάτων ἢ χρόνων τῶν ῥημάτων ἐξ ἀνυπάρκτου ὀνομαστικῆς ἐνεστῶτος, οἷον ἀλκὶ ἐξ ὀνομαστ. *ἄλξ, μετέπεσον ἐκ τύπου *μεταπέσω. - Περὶ μεταπλασμοῦ καθόλου ἀνάγνωθι ὅσα γράφει ὁ Εὐστάθ. ἐν 58, 32 καὶ ἑξῆς. 3) σχῆμα πάλης, Εὐστάθ. 1327, 12.