συμποτικός

From LSJ
Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμποτικός Medium diacritics: συμποτικός Low diacritics: συμποτικός Capitals: ΣΥΜΠΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sympotikós Transliteration B: sympotikos Transliteration C: sympotikos Beta Code: sumpotiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A convivial, σ. πράγματα Ar.Ach.1142; νόμοι σ. the laws of drinking-parties, enforced by the συμποσίαρχος, Pl.Lg. 671c; σ. ἁρμονίαι modes suited for drinking-songs, Id.R.398e; ς. [μουσική] Phld.Mus.p.82 K.; [ἀρετή] Id.D.3Fr.76; σ. διάλογοι, work by Persaeus, Ath.4.162b; σ. προβλήματα, title of a work by Plu. (v. συμποσιακός) ὑπομνήματα σ., of a work by Persaeus, D.L.7.1; συμποτικός a jolly fellow, Ar.V.1209, Plb.31.13.8: Comp. -ώτερος Luc.Ep.Sat.32: Sup. -ώτατος Id.Tim.46, Philostr.Im.1.25. Adv. -κῶς Poll.6.20.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, zum Gaste od. zum Gastmahle gehörig, dazu sich passend; προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιαστικός, Ar. Vesp. 1208; συμποτικὰ τὰ πράγματα, Ach. 1107; νόμοι συμποτικοί, Plat. Legg. II, 671 c; ἁρμονίαι, Rep. III, 398 e; Folgde; ὁ σ., ein guter, unterhaltender Trinkgenoß, Gast, Pol. 31, 21, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συμποτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπότην ἢ εἰς συμπόσιον, φαιδρός, σ. πρήγματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· νόμοι σ., οἱ νόμοι οἱ ἰσχύοντες κατὰ τὸ συμπόσιον ἐπιβαλλόμενοι ὑπὸ τοῦ συμποσιάρχου, Πλάτ. Νόμ. 671C (ὅθενφράσις συμπόσιονπαιδαγωγεῖν, αὐτόθι 641Β)· σ. ἁρμονίαι, μελῳδίαι ἁρμόζουσα εἰς ᾄσματα τοῦ συμποσίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398Ε· σ. προβλήματα, ἐπιγραφὴ συγγράμματός τινος τοῦ Πλουτάρχου (ἴδε ἐν λ. συμποσιακός)· σ. ὑπομνήματα Διογ. Λ. 7. 1· ― συμποτικός φαιδρός, «ἀνοιχτόκαρδος» ἄνθρωπος, παῦ’, ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιακὸς Ἀριστοφ. Σφ. 1209, πρβλ. Πολύβ. 31. 21, 8. ― Συγκρ. -ώτερος, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 32· ὑπερθ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 46. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 20.