καλοβάμων
English (LSJ)
[βᾱ], ονος, ὁ, (κάλως)
A tight-rope walker, Man.4.287.
German (Pape)
[Seite 1312] ονος, auf Hölzern, Stelzen gehend, Man. 4, 287, mit verkürzter erster Salbe.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλοβάμων: βᾱ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ ξυλίνων δοράτων ἐχόντων ἐξέχουσάν τινα θέσιν διὰ τὸν πόδα, Λατ. grallator, Μανέθων 4. 287 ἔνθα κᾰλοβάμων χάριν τοῦ μέτρου.