ἀποκαλύπτω

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκᾰλύπτω Medium diacritics: ἀποκαλύπτω Low diacritics: αποκαλύπτω Capitals: ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: apokalýptō Transliteration B: apokalyptō Transliteration C: apokalypto Beta Code: a)pokalu/ptw

English (LSJ)

aor. 2 Pass.

   A -καλύφην CPR1.239.5 (iii A.D.), etc.:—uncover, τὴν κεφαλήν Hdt.1.119; τὰ στήθη Pl.Prt.352a:—in Pass., of land left cultivable by the Nile (cf. ἀποκάλυφος—, ἀρούρας β ἀποκαλυφείσης . . αἰγιαλοῦ PIand.27.12, cf. 27.60 (i/ii A.D.):—Med., ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν Plu. Crass.6.    2 disclose, reveal, τόδε τῆς διανοίας Pl.Prt.352a; τὴντῆς ῥητορικῆς δύναμιν Id.Grg.455d, cf. 460a:—Med., reveal one's whole mind, Plu.Alex.55,2.880e:—in Pass., LXX1 Ki.2.27, al.; ἀποκαλύπτεσθαι πρός τι letone's designs upon a thing become known, D.S.17.62, 18.23:—Pass., to be made known, Ev.Matt.10.26, etc.; of persons, 2 Ep.Thess.2.3,6,8, etc.; λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι naked, i.e. shameless, words, Ps.-Plu.Vit.Hom.214.    3 unmask, τινά Luc.Cat.26, Vit.Auct.23.    II of the epiglottis, raise, Arist. de An.422a2 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 305] enthüllen, entblößen, τὰ στήθη Plat. Prot. 352 a; med., sich entblößen, Plut. Cor. 23; τὴν κεφαλήν Crass. 6. Häufig übertr., eröffnen, kund machen, τὴν τῆς ῥητορικῆς δύναμιν Plat. Gorg. 455 d; vgl. 460 a. Auch im med., πρός τι, seine Absicht auf etwas kund geben; so φανερῶς ἀπεκαλύψατο πρὸς τὸν πόλεμον, πρὸς τὴν ἐπιβολήν D. Sic. 17, 62. 18, 23; ἀποκεκαλυμμένοι λόγοι, unverschleiert, obscön (Plut.) vit. Hom. 214.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκᾰλύπτω: μέλλ. -ψω, «ξεσκεπάζω», τὴν κεφαλὴν κτλ. Ἡρόδ. 1. 119· τὰ στήθη Πλάτ. Πρωτ. 352Α: - Μέσ., ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Κράσσ. β. 2) ἀποκαλύπτω, φανερώνω, τόδε τῆς διανοίας Πλάτ. Πρωτ. 352Α· τῆν τῆς ῥητορικῆς δύναμιν ὁ αὐτ. Γοργ. 455D, πρβλ. 460Α: - Μέσ., φανερώνω πᾶν ὅ,τι ἐν νῷ ἔχω, Πλουτ. Ἀλέξ. 55, 2., 880Ε, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 35, κτλ.· ἀποκαλύπτεσθαι πρός τι, κάμνω γνωστά τὰ σχέδιά μου περί τινος πράγματος, Διόδ. 17. 62., 18. 23: - Παθ., φανεροῦμαι, κατάδηλος γίνομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 26, κτλ. ἐπὶ προσώπων, Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. Β΄, β΄, 3, 6, 8, κτλ.: ὡσαύτως, λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι, γυμνοί, ὅ ἐ. ἀναιδεῖς λόγοι, Πλουτ. Βίος Ὁμ. 214. ΙΙ. ἐπὶ καλύμματος, μετακινῶ, ἀφαιρῶ, Ἀριστ. Περὶ Ψυχ. 2. 9, 13, ἐν τῷ παθ.