ἔμβλημα

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβλημα Medium diacritics: ἔμβλημα Low diacritics: έμβλημα Capitals: ΕΜΒΛΗΜΑ
Transliteration A: émblēma Transliteration B: emblēma Transliteration C: emvlima Beta Code: e)/mblhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A insertion, τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔ. τοῦ ξύλου the shaft fitting into the spear-head, Plu.Mar.25.    2 chased or embossed ornament used in decoration of plate, τὰ ἀργυρᾶ τὰ χρυσοῦν τι ἔ. ἔχοντα D.C.57.15, cf. Cic.Verr.4.17.37, etc.    3 graft, Poll.1.241.    4 Lat. emblema, mosaic, Lucil.85 Marx, Varro RR3.2.4.    5 inner sole put into the shoe in winter, etc., Ph.Bel.102.39.    6 sluice-gate, PThead. 24.8 (iv A.D.).    7 payment, PCair.Zen.22.22 (iii B.C.), BGU1040.24 (ii A.D.); fine, BCH8.307 (Delos).

German (Pape)

[Seite 806] τό, das Ein-, Angesetzte, z. B. τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλ. τοῦ ξύλου, das Stück des Lanzenschaftes, welches in das Eisen eingesetzt ist, Plut. Mar. 25; das Pfropfreis, Poll. 1, 241; eingelegte erhabene Metallarbeit, die man abnehmen konnte, von Goldstickerei, D. Cass. 57, 15; auch Musivarbeit, Varro.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβλημα: τό, (ἐμβάλλω) τὸ ἐμβαλλόμενον, τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλ. τοῦ ξύλου, τὸ ξύλον τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν λόγχην, Πλουτ. Μάρ. 25· τὰ ἀργυρᾶ τὰ χρυσοῦν τι ἔμβλ. ἔχοντα, τὰ κεκοσμημένα διὰ χρυσῶν ἐμβλημάτων, κοσμημάτων, Δίων Κ. 57. 15, πρβλ. Κικ. Verr. 4. 17. 2) τὸ ἐμφυτευόμενον εἰς ἄγριον δένδρον, Πολυδ. Α΄, 241. 3) ἐν τῇ Λατ. emblema, ὡσαύτως σημαίνει, ψηφοθέτημα, μωσαϊκόν, Lucil. παρά Κικ. de Or. 3. 43, Varro R. R. 3. 2, 4. 4) πέλμα ἐντιθέμενον εἰς τὸ ὑπόδημα κατὰ τὸν χειμῶνα, κτλ., Φίλων Βελοπ. 102.