πελαγίτης

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

German (Pape)

[Seite 548] ὁ, fem. ῖτις, ιδος, ἡ, vom hohen Meere, auf dem hohen Meere, νᾶες, Hel. 80 (XII, 53).

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. πελαγῑτις, -ίτιδος, ΜΑ
μσν.
πελάγιος, πελαγήσιος, αυτός που ζει στο πέλαγος
αρχ.
αυτός που διαπλέει τα πελάγη («νῆες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. αιγιαλ-ίτης, ωκεαν-ίτις)].