πίγγαλος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίγγαλος Medium diacritics: πίγγαλος Low diacritics: πίγγαλος Capitals: ΠΙΓΓΑΛΟΣ
Transliteration A: píngalos Transliteration B: pingalos Transliteration C: piggalos Beta Code: pi/ggalos

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A lizard, = χαλκίς, Hsch. πίγγαν· νεοσσίον, Ameriasap.Hsch.

German (Pape)

[Seite 612] ὁ, bei Hesych. σαῦρος, χαλκίς erklärt, vgl. πίνδαλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαλκίς», είδος σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με αρχ. ινδ. pingala- «κοκκινωπός, με χρώμα καφέ ανοιχτό» (με διαφορά στον τονισμό) και pinjara. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με την οικογένεια τών ποικίλος / πικρός].