ἄνθρυσκον

From LSJ
Revision as of 10:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνθρυσκον Medium diacritics: ἄνθρυσκον Low diacritics: άνθρυσκον Capitals: ΑΝΘΡΥΣΚΟΝ
Transliteration A: ánthryskon Transliteration B: anthryskon Transliteration C: anthryskon Beta Code: a)/nqruskon

English (LSJ)

τό,

   A chervil, Scandix australis, Sapph.Supp.25.13, Cratin.98.6, Pherecr.109 (ἔνθ-), Thphr.HP7.7.1 (ἔνθ-):—in Hsch. ἀνθρίσκιον, τό; in Poll.6.106 ἀνθρίσκος, .

German (Pape)

[Seite 234] τό, ein Doldengewächs, Ath. XV, 685 c aus Pherecr. u. Cratin., v. l. ἀνθρίσκιον, wie auch Theophr. geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθρυσκον: τό, φυτὸν φέρον ἄνθος σκιαδωτόν, anthriscus, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 11· γράφεται δὲ ἔνθρυσκον ἐν Φερεκρ. «Μεταλλεῦσιν» 2· πρβλ. Schneid, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7.: - ὁ Σουΐδ. γράφει τὴν λέξιν δι’ οι καὶ ἑρμηνεύει: «ἄνθροισκα, ἄγρια λάχανα παραπλήσια ἀνήθοις, οἷα καὶ τὰ μάραθρα».