μετάδρομος

From LSJ
Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάδρομος Medium diacritics: μετάδρομος Low diacritics: μετάδρομος Capitals: ΜΕΤΑΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: metádromos Transliteration B: metadromos Transliteration C: metadromos Beta Code: meta/dromos

English (LSJ)

ον,

   A running after, pursuing, taking vengeance for, μ. πανουργημάτων κύνες S.El.1387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 146] nachlaufend, verfolgend, mit dem Nebenbegriff der Rache, von den Erinyen, πανουργημάτων μετάδρομοι κύνες, Soph. El. 1379.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδρομος: -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, τιμωρός, πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.