κατεράω
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
A pour out, pour off, Str.17.1.38, Plu.2.968d; εἰς ἀγγεῖον Agatharch.28, Dsc.1.30. II pour over, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου Demetr.Eloc.302; κατὰ τῶν ξηρῶν Gal.13.53.
German (Pape)
[Seite 1396] herunter-, darübergießen; Strab. XVII, 812; οἶνον Poll. 7, 162; a. Sp., auch übertr., δυσφημίαν κατήρασε τοῦ δικαστηρίου Demetr. 326.
Greek (Liddell-Scott)
κατεράω: καταχέω, ἐκχέω, χύνω ἔξω, εἶτα τὸ μελίκρατον κατήρασε Στράβ. 812· κατερᾶν τὸν οἶνον Πολυδ. Ζ΄, 162. ΙΙ. μεταφορ., ἐπιχύνω, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.