εἴσοδος

From LSJ
Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσοδος Medium diacritics: εἴσοδος Low diacritics: είσοδος Capitals: ΕΙΣΟΔΟΣ
Transliteration A: eísodos Transliteration B: eisodos Transliteration C: eisodos Beta Code: ei)/sodos

English (LSJ)

or ἔσοδος, ἡ,

   A entrance:    I place of entrance, entry, Od. 10.90, Hdt.1.9, etc. ; ἐσόδους Φοίβου the entrance to his temple, E. Ion104 (anap.); of a mountain-pass, ἡ διὰ Τρηχῖνος ἔ. ἐς τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.176 ; in a theatre, entrance for the Chorus, Ar.Nu.326, Av. 296, v. Sch.; entrance-door of a court of justice, Arist.Ath.63.2, etc. : metaph., καλῶν ἔσοδοι paths to glory, Pi.P.5.116.    II entering, entrance, εἴ. παρασχεῖν X.HG4.4.7, etc. : pl., A.Eu.30.    2 entrance into the lists to contend in the games, ἱππείαν ἔ.(cf. εἰσέρχομαι II) Pi.P.6.50 ; also ἡ εἴ. τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον the introduction of it, Pl.Cri.45e.    3 right or privilege of entrance, ἔσοδον εἶναι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου Hdt.3.118.    4 visit, κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι E.Andr.930, cf. 952, Lys.1.20 ; of a doctor, Gal.16.523.    5 study, investigation, Vett. Val.259.7; ἀκροθιγεῖς τὰς εἰσόδους ποιήσασθαι ib. 222.11 ; also, method, ib.108.19.    III that which comes in, revenue, opp. ἔξοδος, Plb.6.13.1, cf. IG14.423 (Tauromenium), 5(I).1390.64 (Andania), PPetr.3p.151.

German (Pape)

[Seite 744] ἡ, der Eingang, Zugang; Od. 10, 90; ἱππία Pind. P. 6, 50, Zugang zu dem Wettrennen (Schol. ἅμιλλαι ἱππικαί); ἐπιχωρίων καλῶν P. 5, 108; in Prosa von Her. 1, 9 an; εἴσοδός ἐστι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου, der Zutritt, er kann hineingehen, 3, 118; παρασχεῖν εἴσοδον εἰς τὰ τείχη Xen. Hell. 4, 4, 7; ἡ εἴσοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον Plat. Crit. 45 e, die Einführung, Einleitung. – Auch das Einkommen, Pol. 6, 13, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσοδος: τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ ἔσοδος, ὁδὸς δι’ ἧς εἰσέρχεταί τις· ὅ ἐ: 1) τόπος δι’ οὗ εἰσέρχεταί τις, εἴσοδος, Ὀδ. Κ. 90, Ἡρόδ. 1. 9, κλ.· ἐσόδους Φοίβου, τὴν εἰς τὸν ναὸν αὐτοῦ εἴσοδον, Εὐρ. Ἴων. 104· ἡ εἴσοδος εἰς ὀρεινὴν δίοδον, Ἡρόδ. 7. 1?· ἐν θεάτρῳ, τὸ μέρος δι’ οὗ εἰσήρχετο ὁ χορός, Ἀριστοφ. Νεφ. 326, Ὄρν. 296, ἴδε Σχόλ· ἡ αὐλαία πύλη δικαστηρίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, κτλ.· - μεταφ., καλῶν ἔσοδοι, ὁδοὶ πρὸς δόξαν ἄγουσαι, Πινδ. Π. 5. 156. ΙΙ. τὸ εἰσέρχεσθαι, ἡ εἴσοδος, εἰσ. παρέχειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 30. 2) εἴσοδοςἐγγραφή εἰς τὸν κατάλογον τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τοὺς διαφόρους ἀγῶνας, ἱππεία ἔσ. (πρβλ. εἰσέρχομαι ΙΙ), Πινδ. Π. 6. 50: - ὡσαύτως, ἡ εἴσοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον, ἡ εἰσαγωγὴ αὐτῆς εἰς τὸ δ., Πλάτ. Κρίτων 45Ε. 3) δικαίωμαπρονόμιον εἰσόδου, ἔσοδον εἶναι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου Ἡρόδ. 3. 118. 4) ἐπίσκεψις, κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 930, πρβλ. 952, Λυσίας 93. 33. ΙΙΙ. εἴσοδος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔξοδος, εἰσόδημα, ἔσοδον, Πολύβ. 6. 13, 1. - Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ ἡ εἴσοδος εἶναι (α΄) ἡ τοῦ ἐπισκόπου εἰσέλευσις εἰς τὸν ναὸν μικρὸν πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς λειτουργίας, εἴσοδος τοῦ ἀρχιερέως Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 688C. D, Κων. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 15, 31· (β΄) ἡ τοῦ ἱερέως εἰσέλευσις εἰς τὸ ἅγιον βῆμα: 1) μικρὰ εἴσοδος, ὅταν ἐξέλθῃ ὁ ἱερεὺς ἐκ τῆς βορείου πύλης τοῦ ἱεροῦ κρατῶν τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ στὰς ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ ἐκφωνήσῃ: «σοφία· ὀρθοί», καὶ ἔπειτα εἰσέλθῃ εἰς τὸ ἱερὸν διὰ τῆς ὡραίας πύλης. 2) μεγάλη εἴσοδος, ὅταν ψαλλομένου τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου εἰσέρχηται εἰς τὸ ἱερὸν κρατῶν τὰ ἄχραντα μυστήρια, Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 693C. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνονται ἀμφότεραι αἱ εἴσοδοι, ἥ τε μικρὰ καὶ ἡ μεγάλη, ἀλλ’ ἐν τῷ ἑσπερινῷ μόνον ἡ μικρά· 3) ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου εἰς τὸν ναὸν = τὰ εἰσόδια, Στουδ. 1696C.