ἀνατολή

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατολή Medium diacritics: ἀνατολή Low diacritics: ανατολή Capitals: ΑΝΑΤΟΛΗ
Transliteration A: anatolḗ Transliteration B: anatolē Transliteration C: anatoli Beta Code: a)natolh/

English (LSJ)

poet. ἀντ-, (ἀνατέλλω)

   A rising above the horizon, of any heavenly body, e.g. the sun, freq. in pl., ἀντολαὶ ἠελίοιο Od.12.4, E.Ph.504:—also in sg., ἀπ' ἀνατολᾶς ἁλίου ἄχρι δύσεως IG4.606; δύσεώς τε καὶ ἀνατολῆς ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων Pl.Plt.269a, cf. Lg.807e; dist. from ἐπιτολή (q.v.), Gem.13.3.    2 = ἐπιτολή, A. Pr.457, Ag.7; περὶ Ὠρίωνος ἀνατολήν Arist.Mete.361b23; ἀπὸ Πλειάδος ἀ. Id.HA599b11.    3 the quarter of sunrise, east, opp. δύσις, freq. in pl., ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Hdt.4.8; ἡλίου πρὸς ἀντολάς A.Pr.707; without ἡλίου, πρὸς ἀνατολάς Thphr.HP9.15.2, Mon.Anc.Gr.14.12; πρὸς τὰς ἀ. Plb.2.14.4; ἀπὸ ἀνατολῶν LXX Nu.23.7, Ev.Matt.2.1, etc.    b the ascendant, i.e. the point where the eastern horizon cuts the zodiac, Ptol.Tetr.20.    c phase of new moon when 150 distant from sun, Cat.Cod.Astr.8(4).204, Paul.Al.G.3.    4 in pl., sources of a river, Plb.2.17.4.    II growing, of the teeth, Arist. HA501b28; of the white at the root of the nails, Poll.2.146: pl., ἀγρὸς ἀνατολὰς καὶ βλάστας ἔχει Ph.1.68, cf. LXXJe.23.5, al.

German (Pape)

[Seite 211] p. ἀντολή, ἡ, 1) der Aufgang, bes. der Sonne und des Mondes, ἀντολαὶ ἠελίοιο Od. 12, 4; Her. 4, 8; Plat. Polit. 269 a; bei den Tragg., doch selten, auch der Sterne; bei Pol. 2, 17, 4 Ursprung eines Flusses, wie Ael. N. A. 9, 29. – 2) die Gegend des Aufganges, der Morgen, gew. im plur., Pol. 2, 14 u. öfter; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατολή: ποιητ. ἀντ-: (ἀνατέλλω) τὸ ἀνίσχειν, τὸ ἀνέρχεσθαι, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ἡλίου ὡς καὶ νῦν, συχν. κατὰ πληθ., ἀντολαὶ ἠελίοιο Ὀδ. Μ. 4· ἀπὸ ἀνατολᾶς ἁλίου μέχρι δύσεως Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1123, καὶ ἀλλ., ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἀστέρων (πρβλ. ἀνατέλλω ΙΙ.), ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα Αἰσχύλ. Πρ. 457, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 504: - ὡσαύτως καθ’ ἑν. δύσεώς τε καὶ ἀνατολῆς ἡλίου καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων Πλάτ. Πολιτικ. 269A, πρβλ. Νόμ. 807E. 2) τὸ μέρος ὅθεν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἡ ἀνατολή. Λατ. oriens, ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Ἡρόδ. 4. 8· ἡλίου πρὸς ἀνατολὰς Αἰσχύλ. Πρ. 707· μεταγ. ἄνευ τῆς λέξεως ἡλίου, πρὸς ἀνατολὰς Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 14, Πολύβ. 2. 14, 4, κτλ. 3) ὡσαύτως, ὁ χρόνος τῆς ἀνατολῆς, περὶ Ὠρίωνος ἀνατολὴν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 2· ἀπὸ Πλειάδος ἀν. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3. 4) κατὰ πληθ. ὡσαύτως, αἱ πηγαὶ τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 17,4. ΙΙ. ἡ αὔξησις, ὡς ἡ τῶν ὀδόντων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 4· ἐπὶ τοῦ λευκοῦ τοῦ κατὰ τὴν ῥίζαν τῶν ὀνύχων, Πολύβ. 2. 146.