πρόσχωρος
English (LSJ)
ον, (χώρα)
A lying near, neighbouring, τόπος A.Pers.273, S.OT1127; ξένοι Id.OC493; τοῖχοι OGI483.120 (Pergam.). II Subst., neighbour, Hdt.9.15, S.OC1065 (lyr.), Th.8.11, Pl.Lg.737d, Arist.Pol.1269b6, IG22.1364 (i A.D.). 2 πρόσχωρος, ἡ, frontier, BCH55.43 (Odessus, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 789] daran liegend, benachbart; τόπος, Aesch. Pers. 265, wie Soph. O. R. 1127; ξένοι, O. C. 494; der Nachbar, 1067; τινός, Her. 9, 15; Thuc. 8, 11; Plat. Legg. V, 737 d; Xen. Cyr. 4, 5, 35; Dem. u. Folgde, wie Pol. 5, 79, 8. daran liegend, benachbart; τόπος, Aesch. Pers. 265, wie Soph. O. R. 1127; ξένοι, O. C. 494; der Nachbar, 1067; τινός, Her. 9, 15; Thuc. 8, 11; Plat. Legg. V, 737 d; Xen. Cyr. 4, 5, 35; Dem. u. Folgde, wie Pol. 5, 79, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχωρος: -ον, (χώρα) ὁ πλησίον κείμενος, πλησιόχωρος, γειτονικός, τόπος Αἰσχύλ. Πέρσ. 273, Σοφ. Ο. Τ. 1127· ξένοι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 493. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., γείτων, οἱ πρ. τινος οἱ γείτονές τινος Ἡρόδ. 9. 15, Σοφ. Ο. Κ. 493, 1094, Θουκ. 8. 11, Πλάτ. Νόμ. 737D. Κατὰ Σουΐδ.: «πρόσχωροι, περίοικοι».