κίναιδος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A catamite, Pl.Grg.494e, etc.: generally, lewd fellow, Herod.2.74, PSI5.483.1 (iii B.C.), Arcesil. ap. Plu.2.126a. 2 public dancer(?), PTeb.208 (i B.C.), perh. also CIG4926 (Philae). 3 pl., obscene poems, D.L.9.110. II a sea-fish, Plin.HN32.146. III = κιναίδιον, Gal.12.740,800.
German (Pape)
[Seite 1439] ὁ (von κινέω wie κίναδος, ohne daß an eine Zusammensetzung κινεῖν τὴν αἰδῶ, oder gar κενὸς τῆς αἰδοῦς zu denken), ein Mensch, der widernatürliche Unzucht treibt u. mit sich treiben läßt, übh. unzüchtiger, verworfener Mensch; die VLL. erkl. ἀσελγής, μαλακός; Plat. Gorg. 494 u. Sp., wie Luc. as. 35 (fem.); Plut. de san. tuend. p. 381 μηδὲν διαφέρειν ὄπισθέν τινα ἢ ἔμπροσθεν εἶναι κίναιδον. – Ein Seefisch, Opp. Hal. 1, 127, Schneider. – Ein Edelstein, Arr. Ind. 8, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κίναιδος: ῐ, ὁ, Λατ. cinaedus, pathicus, ὡς τὸ καταπύγων· καθόλου αἰσχρός, κακοήθης ἄνθρωπος, Πλάτ. Γοργ. 494Ε, Πλούτ. 2. 126Α. 2. πληθ., ποιήματα αἰσχρά, κακοηθείας περιέχοντα, Διογ. Λ. 9. 110. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, cinaedus, παρὰ Πλιν. 32. 53. ΙΙΙ. μαργαρίτης, Ἀρρ. Ἰνδ. 8. 8.