Ε ε

From LSJ
Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

German (Pape)

[Seite 697] ε, ἒ ψιλόν, fünfter Buchstabe im griechischen Alphabet; als Zahlzeichen ε' = 5, der fünfte; ,ε = 5000. Als einzelner Buchstabe wurde es von den Aelteren εἶ genannt, vgl. Plat. Crat. 402 e 426 c, u. öfter; Ath. XI, 450 c 467 a. Erst nach Erfindung od. Benutzung des η in der gewöhnlichen Schrift heißt es ἒ ψιλόν. Dichter dehnen des Metrums wegen oft ε in ει, u. verkürzen umgekehrt ει in ε, vgl. ἔαρ = εἶαρ, Ἀλφειός = Ἀλφεός. – Als euphonischer Zusatz erscheint es in der alten Sprache, bes. bei Hom. in digammirten Wörtern, ἐείκοσι, ἔεδνα, ἐέλδωρ, wahrscheinlich zur Feststellung des Metrums von den Grammatikern aus Unkunde des Digamma vorgesetzt. Anders zu beurtheilen sind ἐκεῖνος u. κεῖνος, ἑορτή = ὁρτή, ἐχθές = χθές.

Greek (Liddell-Scott)

Ε ε: ε, ἔψιλόν, πέμπτον γράμμα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου: ὡς ἀριθμητικὸν ε΄ = πέντε καὶ πέμπτος, ἀλλ’ ͵ε = 5000. Οἱ ἀρχαῖοι ἐκάλουν τὸ γράμμα τοῦτο εἶ, Πλάτ. Κρατ. 426C, 437Β, Dawes Misc. Crit. σ. 12 (ὡς ἐκάλουν καὶ τὸ ο, οὗ) ἵνα ὡς πάντα τὰ μονοσύλλαβα ὀνόματα τῶν γραμμάτων, μῦ, πῖ, ῥῶ, κτλ., ὦσι καὶ ταῦτα μακρά. Ὅτε ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλείδου (403 π.Χ.) οἱ Ἀθηναῖοι παρέλαβον ἐκ τοῦ Σαμιακοῦ ἀλφαβήτου τὸ μακρὸν ε (δηλ. Η, η) οἱ γραμματικοὶ ἔδωκαν εἰς τὸ βραχὺ ε τὸ ὄνομα ἔ ψιλόν, ὅ ἐστιν ε ἄνευ τοῦ δασέος, καθότι ἕως τότε τὸ γράμμα τοῦτο ἦτο ἓν ἐκ τῶν σημείων πρὸς παράστασιν τῆς δασείας. Ἰδιάζουσαι χρήσεις τοῦ ε, 1) ἐκ τῆς ἀνωτέρω παρατηρήσεως φαίνεται ὅτι ἐκ τῶν διπλῶν τύπων ἑανὸς εἱανός, ἕαρ εἶαρ, Ἀλφεὸς Ἀλφειός, μέζων μείζων, κρέσσων κρείσσων, οἱ διὰ τοῦ ει εἶναι οἱ ἀρχαιότεροι, πρβλ. Κούρτιον σ. 669 ἐν σημειώσει. 2) τὸ ε ἦτο ἐν χρήσει ὡς συλλαβικὴ αὔξησις τῶν ἱστορικῶν χρόνων, ὡς καὶ νῦν. 3) ἐν πολλοῖς ἀρχαίοις τύποις, ὡς ἐείκοσι, ἔεδνα, ἐέλδωρ, ἐέλδεται, ἐέλπεται, ἐέρση, ἔνθα φαίνεται ὡς προθετικό, πράγματι ἐμφαίνει τὴν ὕπαρξιν τοῦ F, ἴδε Κούρτ. σ. 565 κἑξ. - Ἐν τοιαύταις περιπτώσεσιν ἔχει πάντοτε ψιλὸν πνεῦμα καὶ ὅταν ἀκόμη ἡ ἄνευ τοῦ διπλοῦ ε λέξις δασύνηται, ὡς ἕδνα ἔεδνα, ἐξαιρέσει τοῦ ἕε ἀντὶ τοῦ ἕ. 4) ἐνίοτε παρεντίθεται μεταξὺ δύο συμφώνων, ὡς ἐν ταῖς λέξεσιν ἄφενος, τέμενος, Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξει ἄφενος 2. 5) ἐνίοτε προτίθεται ὡς εὐφωνικὸν, ὡς π.χ. ἐρωδιὸς ῥωδιός, ἐρωέω ῥώομαι. 6) ἐνίοτε φαίνεται κατέχον τὴν θέσιν τοῦ ἀπολεσθέντος γράμματος y (Γερμ. j) Κούρτ. σ. 592. 7) Ἰων. ἀντὶ τοῦ ᾰ, βέρεθρον, ἔρσην, τέσσερες ἀντὶ βάραθρον, ἄρσην, τέσσαρες καὶ ἐν τοῖς συνῃρ. ῥήμασιν εἰς -άω, ὡς ὁρέω, φοιτέω, ἀντὶ ὁράω, φοιτάω. ε ἀντὶ α εὕρηται καὶ ἐν τῷ θέματι κρατ τῶν ἑξῆς κυρίων ὀνομάτων ἐν δυσὶν ἐπιγραφαῖς Τεγέας, L. et F. 338, b, c: Αὐτοκρέτης, Εὐθυκρέτης, Σωκρέτης, Τιμοκρέτης, τὸ δὲ Ἀριστοκρέτης ἐν ἐπιγρ. Κυπρίᾳ ἐν Bezzenberg. Beitr. z. Kunde etc. VI. σ. 152. ὁμοία ἐναλλαγὴ καὶ ἐν τῷ θέματι ἀρετ ἐν ἐπιγρ. Δηλίᾳ, Ἀθην. τ. Δ΄, σ. 463: ἐρετὴς ἕνεκεν, ἐν Ἀττ. ἐπιγρ. ἔκδ. Κουμανούδη, ἀρ. 3037, σῆς δ’ ἐρετῆς μνήμην ἔλιπες, αὐτόθι 1648 Κληνερήτη Ἐρεσία· ἐν τῷ ἀγεθὸς (= ἀγαθὸς) Ἐπιγρ. Ἰδαλίου Κύπρου ἐν Κουρτ. Μελετ. κλπ. τ. 7. σ. 239.