τεκμαρτικός

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκμαρτικός Medium diacritics: τεκμαρτικός Low diacritics: τεκμαρτικός Capitals: ΤΕΚΜΑΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tekmartikós Transliteration B: tekmartikos Transliteration C: tekmartikos Beta Code: tekmartiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in determining, sagacious, condemned by Poll.9.152.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμαρτικός: -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, στοχαστικός, Πολυδ. Θ΄, 152.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεκμαρτός
ικανός στη συναγωγή συμπερασμάτων.