προοπτικός

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοπτικός Medium diacritics: προοπτικός Low diacritics: προοπτικός Capitals: ΠΡΟΟΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prooptikós Transliteration B: prooptikos Transliteration C: prooptikos Beta Code: prooptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for foreseeing, Προοπτικόν, τό, title of work by Heraclides, D.L.5.88.

Greek (Liddell-Scott)

προοπτικός: -ή, -όν, ὁ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόβλεψιν, προορατικός· Προοπτικά, τά, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Ἡρακλείδου, Διογ. Λ. 5. 88.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προοπτικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προοπτική
2. αυτός που απεικονίζεται με βάση τους κανόνες της προοπτικής (α. «προοπτικό σχέδιο»)
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. προοπτική
4. το αρσ. ως ουσ. ο προοπτικός
(ανατ.) το πρόσθιο τμήμα του υποθαλάμου που βρίσκεται μπροστά από το οπτικό χίασμα και συνδέεται λειτουργικά με την υπόφυση
5. φρ. «προοπτική προβολή»
(φωτογραμμ.) η προβολή σημείων πάνω σε ένα επίπεδο η οποία χρησιμοποιεί την τεχνική της προοπτικής
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόβλεψη, προορατικός.
επίρρ...
προοπτικώς και προοπτικά Ν
1. (καλ. τεχν.) με προοπτική, σύμφωνα με τους κανόνες της προοπτικής
2. στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὀπτικός (< θ. οπ- του ὄπωπα)].