δουλοσύνη
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
German (Pape)
[Seite 662] ἡ, Knechtschaft; Homer einmal, Odyss. 22, 423, vgl s. v. Δούλη; – Pind. P 12, 15; Aesch. Spt. 112; Eur. Phoen. 200; öfter bei Her., z. B. 1, 129; nach Poll. 3, 75 ionisch.
Greek (Liddell-Scott)
δουλοσύνη: ἡ δουλεία, Ὀδ. Χ. 423, Πίνδ. ΙΙ.12. 27. Αἰσχύλ, Θήβ. 112, Εὐρ. Φοιν. 200· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 1. 129, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ δουλεία εἶναι ὁ τύπος ὁ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
servitude.
Étymologie: δοῦλος.