ἀνακύπτω
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
fut.
A -κύψομαι Ar.Av.146, Pl.Euthd.302a; -ψω Luc. DMar.3.1: aor. ἀνέκυψα Hdt.5.91, etc.: pf. ἀνακέκῡφα E. Cyc.212, X. Eq.7.10:—lift up the head, Thphr.Char.11.3; ἀνακεκυφώς with the head high, of a horse, X. l. c.; κἀγκύψας (for καὶ ἀνακύψας) ἔχε and keep your head up, Ar.Th.236; ἐν ὀροφῇ ποικίλματα θεώμενος ἀνακύπτων throwing his head back, Pl.R.529b; ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλάς Ev.Luc.21.28; esp. in drinking, Arist.HA613a13, cf. E. l. c.; ἐπικύπτειν καὶ ἀ. Gal.6.146. II come up out of the water, pop up, Ar.Ra.1063; ἐκ τῆς θαλάσσης εἰς τὸν ἐνθάδε τόπον Pl.Phd. 109d; ἀ. μέχρι τοῦ αὐχένος, opp. καταδῦναι, Id.Tht.171d, cf. Phdr. 249c. b metaph., emerge, crop up, ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοιτο Id.Euthd.302a; αἱ -κύπτουσαι χρεῖαι Ascl.Tact.11.7, cf. Ath.1.25e, Cod.Just.1.2.17. c of persons, rise out of difficulties, breathe again, Hdt.5.91, X.Oec.11.5; τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Plb.1.55.1, cf. D.Chr.13.35; ἀπὸ τῶν μυχῶν τοῦ σώματος Porph.Marc.6.
German (Pape)
[Seite 194] aufducken, den Kopf in die Höhe richten, ἐλευθερωθεὶς ἀνέκυψε Her. 5, 91; emportauchen, aus dem Meere, οἱ ἐκ τῆς θαλάττης ἰχθύες ἀνακύπτοντες Plat. Phaed. 109 e; vgl. Theaet. 171 d Euthyd. 302 a; παρὰ τοὺς ἰχθῦς ἀνέκυψεν Ar. Ran. 1066. Uebertr., sich aus Noth und Gefahr emporarbeiten, sich erholen, Xen. Oec. 11, 5 u. Sp., wie Pol. 1, 55.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακύπτω: μέλλ. -κύψομαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 146· -ψω Λουκ. Ἐνάλ, Διάλ. 3. 1: ἀόρ. ἀνέκυψα Ἡρόδ. 5. 91, Ἀττ.: πρκμ. ἀνακέκῡφα Εὐρ. Κύκλ. 212, Ξεν. Αἴρω τὴν κεφαλήν, Ἡρόδ. 5. 91· ἀνακεκυφώς, ἔχων τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, ἐπὶ ἵππου. Ξεν. Ἱππ. 7, 10· κἀγκύψας ἔχε, καὶ μένε ἔχων τὴν κεφαλὴν ὑψωμένην (ἀντὶ τοῦ καὶ ἀνακύψας) Ἀριστοφ. Θεσμ. 236· ἐν ὀροφῇ ποικίλματα θεώμενος ἀνακύπτων, κλίνων τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ βλέπων ἄνω, Πλάτ. Πολ. 529Β· ἰδίως κατὰ τὴν πόσιν, Ἀριστ. Ἱστορ. Ζ. 9. 7, 6. πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἀνέρχομαι ἐκ τοῦ ὕδατος, ἀναδύομαι, Λατ. emergere, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1068· ἐκ τῆς θαλάσσης εἰς τὸν ἐνθάδε τόπον Πλάτ. Φαίδων 109D· ἀν. μέχρι τοῦ αὐχένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταδῦναι, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 171D πρβλ. Φαῖδρ. 249C. β) μεταφ., προκύπτω, ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι ὁ αὐτ. Εὐθύδ. 302Α· ἐπὶ προσ., ἐξέρχομαι δυσκόλου θέσεως, ἀπαλλάσσομαι δυσκολιῶν, ἀναπνέω πάλιν, Ξεν. Οἰκ. 11. 5.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνέκυπτον, f. ἀνακύψω, ao. ἀνέκυψα, pf. ἀνακέκυφα;
1 lever la tête;
2 particul. lever la tête hors de l’eau ; émerger;
3 fig. reprendre du souffle, se remettre d’un effort, d’une fatigue.
Étymologie: ἀνά, κύπτω.