τελεσσίτοκος
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
ον, Ep. for Τελεσίτ-,
A completing the birth, Nonn.D.48.890.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσίτοκος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσιτ-, ἡ τελειοποιοῦσα τὸν τοκετόν, Νόνν. Δ. 48. 8. 0.
Greek Monolingual
και τελεσίτοκος, -ον, Α
τελειοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. μνησί-τοκος, με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].