κνησμονή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = sq., Archig. ap. Aët.3.167, Orib.Fr.116, App.Anth.3.158 (pl.), Gp.1.12.34.
German (Pape)
[Seite 1460] ἡ, = κνησμός, Ep. ad. 445 (App. 304) u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κνησμονή: ἡ, = κνησμός, ὁ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, Γεωπ. 1. 12. 34.
Greek Monolingual
η (AM κνησμονή)
ο κνησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆσμα (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα)].