μεγαλόζωνος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ον,
A gloss on λιπαρόζωνος, Sch.E.Ph.175.
German (Pape)
[Seite 106] mit großem Gürtel, Schol. Eur. Phoen. 175.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόζωνος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην ζώνην, Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 175.
Greek Monolingual
μεγαλόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά μεγάλη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ζώνη (πρβλ. καλλί-ζωνος)].