ὑψαυχενέω
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
A carry the neck high, show off, D.H.7.46, Ph.1.145, al., LXX 2 Ma.15.6, Plu.2.324e, Poll.2.135; of the cock, Ael.NA4.29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψαυχενέω: κρατῶ τὸν αὐχένα ὑψηλά, περιπατῶ ἀγερώχως, γαυριῶ, Διον. Ἁλ. 7. 46, Πλούταρ. 2. 324Ε· κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν ἵππων, Πολυδ. Β΄, 135· ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 29· ― πρβλ. ὑψαυχέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dresser le cou, relever la tête, être hautain, fier.
Étymologie: ὑψαύχην.