πιθάκνη
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
ἡ, Att. φῐδάκνη Moer.p.392 P., Phot., Lacon. πῐσάκνα Hsch.: (πίθος) :—
A cask or jar, Ar.Pl.546, Ion Trag.10, BCH50.214 (Thasos, v B.C.); used for storing figs, etc., D.30.28, Pl.Com.114, Thphr.Sign.49, OGI483.149 (Pergam., ii A.D.); οἰκεῖν ἐν ταῖς φιδάκναις live in casks, as the poorer Athenians were forced to do during the Peloponn. war, Ar.Eq.792; π. ἰατρική a medicine-jar, Gal.19.115, cf. UP4.3 :—also πῐθακνίς, ίδος, ἡ, Att. φῐδακνίς, Poll.10.74, 131; Dim. πῐθάκνιον, τό, Eub.132, Hyp.Fr.265, Luc.Hist.Conscr.4, etc. (Dim. of πίθος, as πολίχνη of πόλις, Sch.Ar.Eq.l.c.)
German (Pape)
[Seite 613] ἡ, att. φιδάκνη, lakon. πισάκνη, Polem. bei Ath. XIII, 483 d, eine Art Weingefäß, Faß, Ael. H. A. 12, 41 u. a. Sp., nach den Alten dim. von πίθος. – Bei Dem. 20, 28 zu den σκεύη γεωργικά gerechnet. Bei Ar. Equ. 789 erkl. der Schol. οἰκεῖν ἐν ταῖσι πιθάκναις, vom Wohnen in einsamen Gegenden, es ist aber eigtl. in Fässern wohnen, weil es an anderem Obdach fehlt; vgl. Thuc. 2, 14. 17.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθάκνη: ἡ, Ἀττ. φῐδάκνη, Μοῖρις, Φώτ. (ὁπόθεν ὁ τύπος οὗτος ἐπανορθωτέος παρὰ τῷ Ἀριστοφ.)· Λακων. πῐσάκνα· Ἡσύχ.· (πίθος)· ― εἶδος πίθου οἰνοδόχου, «κρασοπίθαρον», Ἀριστοφ. Πλ. 546, Ἴων παρ’ Ἀθην. 495Β· ἐχρησίμευε καὶ πρὸς ἐναπόθεσιν σύκων καὶ τῶν τοιούτων, Δημ. 871. 22, πρβλ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ποιητῇ» 2: ἐντεῦθεν παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 792, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις, ζῆν ἐντὸς πίθου, ὡς πτωχοί τινες Ἀθηναῖοι ἠναγκάζοντο νὰ πράττωσι κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον, πρβλ. Θουκ. 2. 14, 17· π. ἰατρική, κιβώτιον φαρμάκων, Γαλην. ― Τύπος τις πιθακνίς, ίδος, ἡ, Ἀττ. φιδακνίς, μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Ι΄, 74, 131· καὶ ὑποκορ. πιθάκνιον, τό, ἀπαντᾷ παρ’ Εὐβούλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, Ὑπερείδ., Λουκ. κλ. (Ἡ λέξις εἶναι ὑποκορ. τοῦ πίθος, ὡς τὸ πολίχνη τοῦ πόλις, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
petit tonneau.
Étymologie: πίθος.