πρωτόγαλα

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόγᾰλα Medium diacritics: πρωτόγαλα Low diacritics: πρωτόγαλα Capitals: ΠΡΩΤΟΓΑΛΑ
Transliteration A: prōtógala Transliteration B: prōtogala Transliteration C: protogala Beta Code: prwto/gala

English (LSJ)

ακτος, τό,= πυός, Gal.19.131; =

   A colostra, Gloss.

German (Pape)

[Seite 804] τό, die erste Muttermilch, -brust, wie πῦος, Galen. im plur. πρωτογάλακτα.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόγᾰλα: -ακτος, τό, τὸ μετὰ τὸν τοκετὸν πρῶτον γάλα, πρωτόγαλα, Γαλην. τ. 2, 99F, ἴδε πυός.

Greek Monolingual

-άλακτος, το, ΝΜΑ
1. το γάλα που εκκρίνεται τις πρώτες ημέρες αμέσως μετά τον τοκετό από τους μαστούς της γυναίκας και όλων τών θηλυκών θηλαστικών και το οποίο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που το κάνουν να διακρίνεται από το κανονικό γάλα, αλλ. πύαρ, κν. κολάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + γάλα.