ἀνάρμοστος

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρμοστος Medium diacritics: ἀνάρμοστος Low diacritics: ανάρμοστος Capitals: ΑΝΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: anármostos Transliteration B: anarmostos Transliteration C: anarmostos Beta Code: a)na/rmostos

English (LSJ)

ον,

   A not fitting, of dress, X.Mem.3.10.13; of sound, out of tune, Pl.Ti.80a; opp. εὐάρμοστος, Tht.178d: metaph. of the soul, Phd.93c, cf. Smp. 206c; ἀ. τινί 206d; incongruous, μεταβολὴ ἀ. τοῖς θεοῖς Iamb.Myst.3.27. Adv. -τως Pl.R. 590b.    II of persons, impracticable, Hdt.3.80, Ar.Nu.908.    2 unfitted, unprepared, πρός τι Th.7.67.

German (Pape)

[Seite 205] unpassend, Her. 3, 80; nicht zusammenstimmend, πρός τι, Thuc. 7, 67; öfter Plat., auch von der Stimme, Epinom. 978 a; häufig von der ψυχή, Phaed. 93 c; τοῦ ἀναρμόστου δειλὴ καὶ ἄγροικος ψυχή Rep. III, 411 a; Ggstz οἱ ἁρμόττοντες Xen. Mem. 3, 10, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρμοστος: -ον, ἀκατάλληλος, ἀσύμφωνος, δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, παράφωνος, παράχορδος, ἄνευ ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἀπειρόκαλος, ἀλλόκοτος, Λατ. ineptus, τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, πρός τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne s’adapte pas, disproportionné;
2 discordant (son);
3 fig. inepte, absurde;
4 non approprié, non préparé : πρός τι à qch.
Étymologie: ἀ, ἁρμόττω.