δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
Full diacritics: ὠκῠμολος | Medium diacritics: ὠκύμολος | Low diacritics: ωκύμολος | Capitals: ΩΚΥΜΟΛΟΣ |
Transliteration A: ōkýmolos | Transliteration B: ōkymolos | Transliteration C: okymolos | Beta Code: w)ku/molos |
ον,
A quick-going, Suid.
ὠκύμολος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, Σουΐδ.
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ- (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό-μολος].