ἐπανάγκης

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

used only in neut.:    1 ἐπάναγκές [ἐστι] it is compulsory, necessary, c. inf., And.1.1, Pl.Lg.878e, etc.; μηδὲν ἐ. ἔστω let there be no compulsion, ib.765a, cf.Smp.176e.    2 as Adv., on compulsion, ἐ. κομῶντες wearing long hair by fixed custom, Hdt.1.82; ἐ. λέγειν, ἐντίθεσθαι, Aeschin.1.24, D.34.7; ἐ. λαβεῖν Men.576; ἐ. βουλὴν ἀθροισάτω IG22.1100.50, etc.; τὰ ἐπάναγκες Act.Ap.15.28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰνάγκης: (ἀνάγκη) ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετέρῳ: 1) ἐπάναγκες ἐστί, εἶναι ἐπάναγκες, ἀναγκαῖον, ἀνάγκη, μετ’ ἀπαρ., Ἀνδοκ. 25. 7, Πλάτ. κλ.· ἐπ. μηδὲν ἔστω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ καταναγκασμός τις, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 765Β, πρβλ. Συμπ. 176Ε. 2) ὡς Ἐπίρρ., κατ’ ἀνάγκην, ἀναγκαστικῶς, ἐπάναγκες κομῶντες, ἔχοντες μακρὰν κόμην κατ’ ἐπικρατῆσαν ἔθιμον, Ἡρόδ. 1. 82· ἐπ. λέγειν Αἰσχίν. 4. 18, πρβλ. Δημ. 909. 8· ἐπ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἐπ. βουλὴν ἀθροιζέτω Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 51· τύπος τις ἐπάναγκον ἀπαντᾷ αὐτόθι 3652. 19. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 52, 53.