στόβος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόβος Medium diacritics: στόβος Low diacritics: στόβος Capitals: ΣΤΟΒΟΣ
Transliteration A: stóbos Transliteration B: stobos Transliteration C: stovos Beta Code: sto/bos

English (LSJ)

ὁ,

   A abuse, bad language, insolence, κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους Lyc.395, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 945] ὁ, das Schelten, Schimpfen; – auch Großprahlerei, Lycophr. 395.

Greek (Liddell-Scott)

στόβος: ὁ, λοιδορία, ὄνειδος, κακολογία, Ἡσύχ. (ἐκ τοῦ στόμφος). ΙΙ. = φλυαρία, ἀλαζονεία, κόμπος, Λυκόφρ. 395.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αλαζονεία («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», Λυκόφρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, ὄνειδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. στέμβω «υβρίζω, χλευάζω» χωρίς έρρινο ένθημα -μ- (βλ. και λ. στέμβω)].