πενθέω

From LSJ
Revision as of 20:06, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθέω Medium diacritics: πενθέω Low diacritics: πενθέω Capitals: ΠΕΝΘΕΩ
Transliteration A: penthéō Transliteration B: pentheō Transliteration C: pentheo Beta Code: penqe/w

English (LSJ)

Ep. 3dual

   A πενθείετον Il.23.283 ; Ep. inf. πενθήμεναι Od.18.174, 19.120 : fut. -ήσω A.Fr.207 : aor. ἐπένθησα Id.Ch. 173, Aeschin. 3.211 : pf. πεπένθηκα Luc.Demon.25, (συμ-) D.60.33 : (πένθος) :— bewail, lament, esp. for persons, νέκυν πενθῆσαι Il.19.225, cf. Trag.Adesp.331 ; πενθέειν τινα ὡς τεθνεῶτα Hdt.4.95 ; π. γόοις A.Pers.545 (anap.) ; π. τινὰς δημοσίᾳ Lys. 2.66 ; π. τινὰ τριχί A.Ch.173 ; ἐπί τινι π. καὶ κείρασθαι Aeschin.3.211 : abs., mourn, go into mourning, Pl. Phdr.258b, etc.: c. acc. cogn., πενθεῖ νέον οἶκτον A.Supp.64 :—Pass., to be mourned for, Isoc.10.27 ; πένθος ἀμφί τινι πενθεῖται Arr. Tact.33.4.    2 of things, π. κακά S.OT1320, Lys.2.2 ; πήματα S.OC739; τύχας E.Med.268.

German (Pape)

[Seite 554] beklagen, betrauern; bes. einen Todten, νέκυν πενθῆσαι, Il. 19, 225. 23, 283; Hom. hat auch den int. πενθήμεναι für πενθέμεναι = πενθεῖν, Od. 18, 173. 19, 120, welche Form alte Gramm. von einem ungebräuchlichen πένθημι od. gar πενθαίνω, wie Eust. ableiten; πενθείετον = πενθεῖτον, Il. 23, 283; πενθοῦσι γόοις ἀκορεστοτάτοις, Aesch. Pers. 537; πενθεῖ δ' ἄνδρα δόμος στερηθείς, 571; πενθεῖ νέον οἶκτον, Suppl. 62, u. oft; Soph. O. R. 1320 O. C. 743; Eur. u. folgde Dichter; Orak. bei Her. 7, 220; u. in Prosa: πενθεῖ αὐτός τε καὶ οἱ ἑταῖροι, Plat. Phaedr. 258 b; so absolut auch Rep. X, 606 b; δημοσίᾳ τινά, Lys. 2, 66; τοὺς ἀπολωλότας, Xen. Hell. 2, 2, 3; μηδένα πώποτε

Greek (Liddell-Scott)

πενθέω: Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. πενθείετον Ἰλ. Ψ. 283· Ἐπικ. ἀπαρ. πενθήμεναι Ὀδ. Σ. 174, Τ. 120, πρβλ. καλήμεναι, ποθήμεναι, φιλήμεναι ἐκ τοῦ καλέω, κτλ.· - μέλλ. -ήσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 190· ἀόρ. ἐπένθησα Εὐρ., Αἰσχίν.· πρκμ. πεπένθηκα Λουκ. Δημώνακτ. βίος 25, (συμ-) Δημ. 1399. 26. (πένθος). Ὀδύρομαι, ὀλοφύρομαι, θρηνῶ, κλαίω, κυρίως νεκρόν, νέκυν πενθῆσαι Ἰλ. Τ. 225· πενθεῖν τινα ὡς τεθνεῶτα Ἡρόδ. 4. 95· π. ἄνδρα γόοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 545· π. τινα δημοσίᾳ Λυσ. 196. 43· π. τινα τριχὶ (πρβλ. κουρὰ) Αἰσχύλ. Χο. 173· ὡσαύτως ἐπὶ τινι π. καὶ κείρεσθαι Αἰσχίν. 84. 14· - ἀπολ., πενθῶ, ἔχω πένθος, Πλάτ. Φαῖδρ. 258Β· μετὰ συστοίχ. αἰτ. πενθεῖ νέον οἶκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 63. - Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον πένθους, μὲ θρηνοῦσι, Ἰσοκρ. 213C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1320, Λυσ. 190. 29· πήματα Σοφ. Ο. Κ. 739· τύχας Εὐρ. Μήδ. 268.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. πενθήσω, ao. ἐπένθησα, pf. πεπένθηκα;
Pass. seul. prés.
1 tr. pleurer, déplorer, acc.;
2 intr. être dans le deuil, pleurer.
Étymologie: πένθος.