Παλλάδιον

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Παλλάδιον Medium diacritics: Παλλάδιον Low diacritics: Παλλάδιον Capitals: ΠΑΛΛΑΔΙΟΝ
Transliteration A: Palládion Transliteration B: Palladion Transliteration C: Palladion Beta Code: *palla/dion

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A statue of Pallas, Hdt.4.189, Ar.Ach.547, Jahresh.16 Beibl.42 (iv B. C.), IG22.1388.67, etc.; Π. ἐκάλουν τὰ βαλλόμενα εἰς γῆν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀγάλματα Pherecyd. 179 J.    II a court of the ἐφέται at Athens, ἐπὶ Π. δώσεις δίκην Ar.Fr.585, cf. Arist.Ath. 57.3, Paus. 1.28.8 sq.

Greek (Liddell-Scott)

Παλλάδιον: [ᾰ], τό, ξόανονἄγαλμα τῆς Παλλάδος, Ἡρόδ. 4. 189, Ἀριστοφ. Ἀχ. 547, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 16· - κατὰ τὸν Φερεκύδ. 101, = διοπετὲς ἄγαλμα. ΙΙ. τόπος ἐν Ἀθήναις ἔνθα συνήρχετο τὸ δικαστήριον τῶν ἐφετῶν πρὸς ἐκδίκασιν ἀκουσίων φόνων, ὅθεν καὶ ἐλέγετο ὅτι ἐδίκαζον ἐπὶ Παλλαδίῳ, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 84, 15 Blass, Δημ. καὶ Ἀριστοτ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ἐπὶ Παλλαδίῳ· ἐπὶ Π. δώσεις δίκην Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 533, πρβλ. Παυσ. 1. 28, 8 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
le Palladion (Palladium) statue de Pallas.
Étymologie: Παλλάς.