φερέκοσμος
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
ον,
A ornamental, Sor.1.2.
Greek (Liddell-Scott)
φερέκοσμος: -ον, ὁ φέρων κόσμον, κοσμητικός, Σωραν. 1. 3. Ermenns.
Greek Monolingual
-ον, Α
διακοσμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κόσμος (πρβλ. σωσί-κοσμος, φιλό-κοσμος)].