ὑπτιάζω
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
(ὕπτιος)
A lay oneself back, fall back, Hdn.1.4.7, Procop. Goth.4.31, Eust.249.5; ὑπτιάζων βόλος an unlucky cast, opp. πρανής, Poll.7.204. II metaph., of haughty persons, carry oneself with languid arrogance, Aeschin.1.132. 2 to be supine, careless, or negligent, Hdn.2.12.2, etc.; πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν Id.2.8.9; of literary style, ὑπτιάζων λόγος languid style, τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ Hermog.Id.2.1. B trans., bend back, ὑ. τὰς χεῖρας (cf. ὕπτιος 11) LXXJb.11.13:—Pass., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται his head lies supine, S.Ph.822; ὑπτιαζόμενοι lying on their backs, J.BJ3.7.29; ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο the approach sloped gently upwards (cf. ὕπτιος IV), ib.5.5.6. 2 Pass., diverge, of light rays, Phlp. in Mete.21.11. 3 upset, ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593; relax, [τὸ στόμα τῆς γαστρός], opp. ῥωννύειν, Id.15.461. II metaph., make subservient, Lyd.Mag.2.26.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπτιάζω: μέλλ. -άσω· (ὕπτιος)· ― κεῖμαι ὕπτιος, ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων βόλος, ἀτυχὴς βόλος τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ πρανής, Πολυδ. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι ἄφροντις, ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., κάμπτω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. ὕπτιος ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ κεφαλή του κλίνει πρὸς τὰ ὀπίσω, Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ νῶτον, ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο (πρβλ. ὕπτιος IV) αὐτόθι 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26.
French (Bailly abrégé)
I. intr. 1 se coucher, tomber à la renverse;
2 se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d’orgueil;
II. tr. 1 jeter à la renverse ; Pass. être couché à la renverse;
2 lier en arrière : τὰς χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.
Étymologie: ὕπτιος.