ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Full diacritics: λῐπογάλακτος | Medium diacritics: λιπογάλακτος | Low diacritics: λιπογάλακτος | Capitals: ΛΙΠΟΓΑΛΑΚΤΟΣ |
Transliteration A: lipogálaktos | Transliteration B: lipogalaktos | Transliteration C: lipogalaktos | Beta Code: lipoga/laktos |
[γᾰ], ον,
A = λιπόθηλος, Eust.175 2.01; = lacticularius, lacticulosus, Gloss.
λῐπογάλακτος: -ον, = λιπόθηλος, Εὐστ. 1752. 10.
λιπογάλακτος, -ον (Μ)
λιπόθηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γάλακτος (< γάλα, -ακτος), πρβλ. ομο-γάλακτος, πολυ-γάλακτος].