ὑγροκοίλιος

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A having moist or loose faeces, Arist.HA632b11 (ὑγρό-κοιλος is f.l. in Cyran.56; cf. ὑδρόκοιλος).

German (Pape)

[Seite 1171] mit flüssigem, weichem Unterleibe; Arist. H. A. 9, 50; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροκοίλιος: -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰν κοιλίαν, εὐκοίλιος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο-κοίλιος, μεγαλο-κοίλιος].