τάρακτρον
English (LSJ)
τό,
A tool for stirring with: metaph. of a person, = ταρακτικός, Ar.Pax654 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1069] τό, Geräth zum Umrühren, Rührkelle, Ar. Pax 655. S. ταρακτήριος.
Greek (Liddell-Scott)
τάρακτρον: τό, ἐργαλεῖον δι’ ἀνακάτωμα, εἶδος χουλιάρας, μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου ταραξίου, πανοῦργος ἦν, ὅτ’ ἔζη, καὶ λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον Ἀριστοφ. Εἰρ. 654.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cause de trouble, instrument de désordre.
Étymologie: ταράσσω.