θαυμαστέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be wondered at, ἐκεῖνο θ., ὡς . . Pl.Plt.302a. II neut. θαυμαστέον one must wonder, εἰ . . E.Hel.85, cf. 499, Phld.Rh.2.27 S., etc.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμαστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ θαυμάζη τις, Πλάτ. Πολιτ. 302Α. ΙΙ. οὐδ. θαυμαστέον, πρέπει τις νὰ θαυμάζῃ ἢ -σῃ, Εὐρ. Ἑλλ. 85, 499.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de θαυμάζω.