κοράλλιον
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
English (LSJ)
τό,
A Peripl. M.Rubr.28, al., Dsc.5.121, Alciphr.1.39, dub. sens. in Alex. Trall. 1.15; κοράλιον S.E.P.1.119; κουράλιον Thphr.Lap.38, D.P.1103, Luc.Apol.1 (s.v.l.); κωράλλιον or κοραλλ-άλιον, Att. acc to Hdn.Gr.2.537:—coral, esp. red coral, Il. cc.: sts. interpr. as Dim. of κόρη in Luc. and Alciphr.; cf. κωράλιον.
Greek (Liddell-Scott)
κοράλλιον: τό, Διοσκ. 5. 139· Ἰων. κουράλιον Διον. Π. 1103, ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν Θεοφρ. π. Λίθ. 38, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1· ― τὸ κοράλλιον ἰδίως τὸ ἐρυθρόν, ΙΙ. παρὰ τῷ Λουκιανῷ τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς ὑποκορ. τοῦ κόρη, κούρη, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 39 (μετὰ διαφόρου γραφ. κοράλιον)· Ἡσύχ., «κωράλιον (δι’ ἑνὸς λ)· παιδάριον, κόριον».