δαίδαλος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ον,
A cunningly or curiously wrought, μάχαιρα Pi.N.4.59 (Did., Δαιδάλου codd.); πέπλος A.Eu.635: in Hom. only neut. as Subst., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν . . to frame all cunning works, Il.5.60, al.; τεκτόνων δ. Pi.P.5.36, cf. Opp.C.1.355: also in sg., Od.19.227. 2 spotted, speckled, or perh. rather, sheeny, shot with light, of fish, Opp.C.1.58. II as pr. n., Δαίδαλος, ὁ, Daedalus, i. e. the Cunning Worker, the Artist, traditional name for the first sculptor, Il.18.592, Pl.Men.97d: hence δαίδαλα, τά, = statues, Paus.9.3.2: also Δαίδαλα, τά, festival of Hera at Argos, ib., Plu.Daed.tit.
German (Pape)
[Seite 514] ον, = δαιδάλεος, μάχαιρα Pind. N. 4, 59; πέπλος Aesch. Eum. 605; bunt, Opp. C. 3, 347. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
δαίδᾰλος: ον (δαιδάλλω)· -ὡς τό δαιδάλεος, εὐφυῶς ἢ τεχνηέντως εἰργασμένος, μάχαιρα Πίνδ. Ν. 4. 95 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Böckh.)· πέπλος Αἰσχύλ. Εὐμ. 635· ἀλλά παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ οὐδέτ. ὡς οὐσιαστ., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν…, νά κατασκευάζῃ παντός εἴδους ἔντεχνα ἔργα, Ἰλ. Ε. 60, πρβλ. Ξ. 179, Σ. 482, πρβλ. Πίνδ. Π. 5. 48· ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., Ὀδ. Τ. 227· ἴδε περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Δαίδαλος, ὁ, ὁ εὐφυὴς τεχνίτης, ἐκ Κνωσοῦ τῆς Κρήτης σύγχρονος Μίνωος, ὁ πρῶτος γλύπτης ὅστις ἔδωκεν εἰς τὰ ἀγάλματα κίνησιν καὶ διέστησε τοὺς πόδας των, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Μένωνι 97D· Εὔχειρ (ὁ δεξιάν, ἐπιτηδείαν ἔχων χεῖρα) ἦτο ὁ μυθικός αὐτοῦ συγγενής, Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 344· -ὁ Ὅμηρος τὸν ἀναφέρει, Ἰλ. Σ. 592, ὡς τὸν ποιητὴν χοροῦ (ὅ ἴδε) διὰ τὴν Ἀριάδνην· -ἐξ αὐτοῦ τὰ ἀγάλματα ἐκλήθησαν δαίδαλα, Παυσ. 9. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 travaillé avec art;
2 travaillé en relief ; orné de broderies, brodé.
Étymologie: R. Δαλ, creuser, ciseler, avec redoubl. ; cf. lat. dolare.