καταρρᾳθυμέω
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Greek (Liddell-Scott)
καταρρᾳθῡμέω: εἶμαι ἐντελῶς ῥᾴθυμος, ἀμελής, χάνω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, εἰ καταρρᾳθυμήσετε Δημ. 765. 13˙ καταρρᾳθυμήσαντες ὑστερίζουσι, μένουσιν ὀπίσω ἕνεκα ῥᾳθυμίας, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 13˙ μηδὲν καταρρᾳθυμῶν φαίνεσθαι, καὶ μετὰ τοῦ καταμελεῖν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39.- Παθ., τὰ κατερρᾳθυμημένα, πράγματα ἀπολεσθέντα ἕνεκα ῥαθυμίας ἢ ἀμελείας, τὰ κατ. πάλιν ἀναλήψεσθε Δημ. 42. 14˙ καὶ στρατιῶται κατερρᾳθυμημένοι, ῥᾳθυμίᾳ ἐξηντλημένοι, νωθεῖς καὶ ὕπτιοι, Πολυδ. Α΄, 158.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
perdre ou compromettre par sa négligence.
Étymologie: κατά, ῥᾳθυμέω.