συνομιλία

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομῑλία Medium diacritics: συνομιλία Low diacritics: συνομιλία Capitals: ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
Transliteration A: synomilía Transliteration B: synomilia Transliteration C: synomilia Beta Code: sunomili/a

English (LSJ)

ἡ,

   A intercourse, Ph.2.653.

Greek (Liddell-Scott)

συνομῑλία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ συνομιλεῖν, συναναστρέφεσθαι, τῆς τοῦ θεοῦ συνομιλίας ἀξιούμενοι Ideler Phys 2. 242, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και συνομελία Α [[συνομιλῶ / συνομελῶ]]
νεοελλ.
συνδιάλεξη, συζήτηση
μσν.-αρχ.
συναναστροφή.