φιλόψιλος

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόψῑλος Medium diacritics: φιλόψιλος Low diacritics: φιλόψιλος Capitals: ΦΙΛΟΨΙΛΟΣ
Transliteration A: philópsilos Transliteration B: philopsilos Transliteration C: filopsilos Beta Code: filo/yilos

English (LSJ)

ον,

   A loving the last place in the chorus, Alcm.152; cf. ψιλεύς.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόψῑλος: -ον, ὁ φιλῶν ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἵστασθαι, δηλαδ. «ὁ ἀγαπῶν τὴν τελευταῖαν θέσιν ἐν τῷ χορῷ, Ἀλκμὰν σ. 144· πρβλ. ψιλεύς.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει η τελευταία θέση στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ψίλον, δωρ. τ. της λ. πτίλον «πούπουλο» (για τη σημ. πρβλ. και τον τ. ψιλεύς «αυτός που χορεύει τελευταίος»)].