μαντεῖον

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Ion. and Ep. μαντ-ήϊον, τό,

   A oracle, i.e.,    I oracular response, mostly in pl., μαντήϊα Τειρεσίαο Od.12.272, cf. Hes. Fr.134.9, Hdt.2.174, Pl.Ap.33c: sg., Hdt.2.111, 9.33, Phld.Mus. p.87 K.    II seat of an oracle, Heraclit.93, A.Eu.4, Hdt.1.46, Th. 2.17, Isoc.6.17; τὸ Πυθικὸν μ. S.El.33: in pl. of a single shrine, A. Pr.831, E.Ion66.    III method, process of divination, PMag.Lond. 46.1.    IV in pl., rewards of divination, LXX Nu.22.7.

Greek (Liddell-Scott)

μαντεῖον: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -ήιον, τό· Ι. μαντικὴ ἀπόκρισις, μάντευμα, χρησμός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., μαντήια Τειρεσίαο Ὀδ. Μ. 272· οὕτω Ἡρόδ. 2. 111., 9. 33, καὶ Ἀττ. ΙΙ. ὁ τόπος ἔνθα δίδονται οἱ χρησμοί, τὸ μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 46, 48, κτλ.· οὕτως Αἰσχύλ. Εὐμ. 4, Θουκ. 2. 17· τὸ Πυθικὸν μ. Σοφ. Ἠλ. 33· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἱεροῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 831, Εὐρ. Ἴων 66.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 réponse d’un oracle, oracle;
2 résidence d’un oracle.
Étymologie: μαντεύω.