μαστιχάω

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A gnash the teeth, Ep. dat. part. μαστιχόωντι Hes.Sc. 389:—Med., gloss on μασταρίζειν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μαστῐχάω: (μάσταξ;) τρίζω τοὺς ὀδόντας, μόνον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389, Ἐπ. δοτ. μετοχ. μαστιχόωντι ἀντὶ μαστιχῶντι· πρβλ. μασταρύζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
grincer des dents.
Étymologie: μάσταξ.