διηνεκίζω
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Greek (Liddell-Scott)
διηνεκίζω: αἰωνίζω, Ἡρῳδ. Ἐπιμερ., σ. 26· πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 7.
Spanish (DGE)
ser eternocomo sinón. de αἰωνίζω Hdn.Epim.26.