αὐλητήριον

Revision as of 11:57, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

English (LSJ)

τό, a place at Tarentum, Id.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητήριον: τό, «τόπος παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ ἐν τοῖς Ἠθ. Πλουτ. (1109Ε) χωρίῳ, σύμμικτον, ὥστε γλεῦκος αὐλητήριον, ἐάν ἡ λέξις δὲν εἶναι ἐφθαρμένη, ἴσως σημαίνει τὸ ἐν βρασμῷ γλεῦκος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 sent. dud., quizá sonido como el de una flauta σύμμικτον ὥστε γλεῦκος αὐλητήριον Trag.Adesp.420.
2 τόπος παρὰ Ταραντίνοις Hsch.