ἀγρεῖος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, (ἀγρός)
A of the field or country, πλάτανος AP6.35 (Leon.). 2 clownish, boorish, Ar.Nu.655, Th.160.
German (Pape)
[Seite 22] vom Lande, bäurisch, plump, καὶ σκαιός Ar. Nub. 645; ποιητὴς ἀγρεῖος καὶ δασύς Th. 159; πλάτανος, die auf dem Felde stehende, Mnasale. 12 (VII, 171); Leon. Tar. 34 (VI, 35).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρεῖος: -α, -ον, (ἀγρός), ὁ τοῦ ἀγροῦ, πλάτανος, Ἀνθ. Π. 6. 35. 2) σκαιός, φορτικὸς τοὺς τρόπους, ὡς τὸ ἄγροικος, Ἀριστοφ. Νεφ. 655, Θεσμ. 160.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
rustique, grossier.
Étymologie: ἀγρός.