ἐνέργεια

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνέργεια Medium diacritics: ἐνέργεια Low diacritics: ενέργεια Capitals: ΕΝΕΡΓΕΙΑ
Transliteration A: enérgeia Transliteration B: energeia Transliteration C: energeia Beta Code: e)ne/rgeia

English (LSJ)

ἡ,

   A activity, operation, opp. ἕξις (disposition), Arist.EN1098b33, al.; ζῴου Plb.1.4.7; ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη κατὰ κίνησιν ἐνεργείᾳ βλέπονται Epicur.Fr.2; opp. ἀογία, Hierocl. in CA19p.461M.: pl., παντοδαπαὶ ἐ. Polystr.p.30 W.; ἐ. καὶ σπουδή PTeb.616 (ii A.D.); physiological function, Gal.6.21; performance, τῶν καθηκόντων Ph.1.91; activity, of drugs, Gal.6.467; force, of an engine, D.S.20.95 (but, mechanism, 'action', Hero Aut.1.7).    b workmanship, Aristeas 59.    2 esp. of divine or supernatural action, Ep.Eph.1.19, al., Aristeas 266; ἐ. θεοῦ Διὸς Βαιτοκαίκης OGI262.4 (Syria, iii A.D.); magical operation, ἱερὰ ἐ. PMag.Par.1.159.    3 pl., ἐνέργειαι cosmic forces, Herm. ap. Stob.1.41.6.    4 Gramm., active force, opp. πάθος, D.T.637.29, A.D.Synt.9.9 (pl.), al.; ἐνέργειαι καὶ πάθη active and passive forms, Alex.Fig.2.14.    5 Rhet., vigour of style, Arist. Rh.1411b28.    II in the philos. of Arist., opp. δύναμις, actuality, Metaph.1048a26, al.; opp. ὕλη, ib.1043a20; ἡ ὡς ἐ. οὐσία, substance in the sense of actuality, ib.1042b10; opp. ἐντελέχεια, as actuality to full reality, ib.1050a22, 1047a30; ἐνεργείᾳ actually, opp. δυνάμει, ib.1045b19, al., etc.

German (Pape)

[Seite 838] ἡ, Wirksamkeit, Thätigkeit, Arist. Eth. 1, 1, = πρᾶξις, den ἔργα selbst entgeggstzt, vgl. 1, 7; κατ' ἐνέργειαν, im Ggstz von καθ' ἕξιν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέργεια: ἡ, (ἐνεργής), τὸ ἐνεργεῖν, δρᾶσις, πρᾶξις, κίνησις, ἐνέργεια, ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ἕξιν, ἡ μὲν γὰρ αἴσθησις ἕξις ἡ δὲ κίνησις ἐνέργεια Ἀριστ. Τοπικ. 4. 5, 1· ἐπὶ πραγμάτων, δύναμις, Διόδ. 20. 95· ἐν τῇ ῥητορικῇ, ζωηρὰ ἢ ἀνθηρὰ ἔκφρασις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 2. ΙΙ. ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Ἀριστ. τὸ ἐνεργείᾳ ὑπάρχειν, πράγματι ὑπάρχειν, ἀντιτίθεται τῷ δυνάμει ὑπάρχειν. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 6, 1 κἑξ.: ἴδε τὴν λέξιν δύναμις IV: ἡ ἐνέργεια πολλάκις δὲν διακρίνεται τῆς λέξεως ἐντελέχεια· ἀλλ’ ὅτι ὁ Ἀριστ. κάμνει διάκρισιν μεταξὺ αὐτῶν εἶναι φανερὸν ἐκ τῶν Φυσ. 3. 3, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 3. 9· ἀμφότεραι σημαίνουσι τὴν πραγματικὴν ὕπαρξιν πράγματός τινος, ἀλλ’ ἡ ἐντελέχεια εἶναιπλήρης καὶ ἀπόλυτος κατάστασις ἡ προερχομένη ἐκ τῆς ἐνεργείας, Trendelenb. de An. σ. 297. Bonitz. Metaph. 2. σ. 387: ἡ ἐνέργεια ἀντιτίθεται ὡσαύτως τῇ ὕλῃ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 6 καὶ = τῇ οὐσίᾳ 7. 2, 1, κτλ.· ἴδε Bonitz. σ. 392 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. force en action, p. opp. à δύναμις, force en puissance ; activité;
II. p. ext. 1 action ou fonctionnement (d’un mécanisme);
2 action, acte (p. opp. à ἕξις, manière d’être, état) ; force des choses, force ou vivacité dans le discours ; t. de gramm. l’Actif;
3 action, influence (en mauv. part, en parl. du mauvais esprit).
Étymologie: ἐνεργής.